Zum Inhalt springen

Neugriechisch: Grammatik: Stammformen

Aus Wikibooks

Aspekt und TempusAspekt und StammAugmentHilfsverbenAparemfatoPersonalendungenKonjugationsparadigmaPräsensstammAoriststammStammformen

Inhaltsverzeichnis Grammatik ••• ArtikelSubstantivAdjektivPronomenVerbPartizipAdverbPräpositionKonjunktionPartikel ••• Inhaltsverzeichnis Kapitel


Präsens deutsche Bedeutung Aoriststamm
Nicht-Vergangenheit
Aorist
Aktiv
Aorist
Mediopassiv
Partizip
Perfekt
Mediopassiv
Konjugat. Kategorie Pr
αγαπάω lieben αγαπήσω αγάπησα αγαπήθηκα αγαπημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 1
αγοράζω kaufen αγοράσω αγόρασα αγοράστηκα αγορασμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 1
αδειάζω auspacken, leer machen αδειάσω αδείασα αδειασμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 5
αδικώ unrecht tun, ungerecht behandeln αδικήσα αδίκησα αδικήθηκα αδικημένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 8
ακολουθώ folgen ακολουθήσω ακολούθησα ακολουθήθηκα 2. Konj. α Vokalstamm ά 4
ακούω hören ακούσω άκουσα ακούστηκα ακουσμένος 1. Konj. Vokalstamm ού 1
αλλάζω ändern, wechseln, tauschen αλλάξω άλλαξα αλλάχτηκα αλλαγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 3
ανάβω anzünden, einschalten; angehen ανάψω άναψα ανάφτηκα αναμμένος 1. Konj. Labialstamm 1
αναγνωρίζω anerkennen, erkennen αναγνωρίσω αναγνώρισα αναγνωρίστηκα αναγνωρισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 9
ανακαλύπτω herausfinden, entdecken ανακαλύψω ανακάλυψα ανακαλύφτηκα ανακαλυμμένος 1. Konj. Labialstamm 5
ανακατεύω (ver)mischen ανακατέψω ανακάτεψα ανακατεύτηκα ανακατεμένος 1. Konj. Labialstamm 3
αναλαβαίνω, αναλαμβάνω (Aufgabe) übernehmen, (Geld) abheben αναλάβω ανάλαβα, ανέλαβα αναλήφθηκα ανειλημμένος 1. Konj. (-αίν-) 3
αναφέρομαι sich beziehen αναφερθώ αναφέρθηκα 1. Konj. (φερ) 7
αναφέρω erwähnen αναφέρω ανέφερα αναφέρθηκα 1. Konj. (φερ) 7
ανεβαίνω einsteigen, hinaufgehen ανεβώ --- ανέβηκα ανεβασμένος 1. Konj. (βαίνω) 3
ανήκω gehören, dazugehören --- --- --- 1. Konj. ohne gebräuchl. Aoristst. 5
ανησυχώ besorgt sein, beunruhigen ανησυχήσω ανησύχησα 2. Konj. ε Vokalstamm έ 3
ανοίγω öffnen ανοίξω άνοιξα ανοίχτηκα ανοιγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 1
ανταλλάζω austauschen ανταλλάξω αντάλλαξα ανταλλάχτηκα ανταλλαγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 3
ανταμείβω belohnen ανταμείψω αντάμειψα ανταμείφτηκα 1. Konj. Labialstamm 9
αντέχω aushalten, ertragen αντέξω άντεξα 1. Konj. Gutturalstamm 6
αξίζω wert sein, kosten; unpers. sich lohnen --- --- --- 1. Konj. Dentalstamm ζ 4
απαγορεύω verbieten απαγορέψω απαγόρεψα απαγορεύτηκα απαγορευμένος 1. Konj. Labialstamm 5
απολαβαίνω, απολαμβάνω gewinnen, genießen απολάβω απέλαβα --- 1. Konj. (-αίν-) 3
αποτυχαίνω, αποτυγχάνω scheitern αποτύχω απέτυχα --- 1. Konj. (-αίν-) 7
αποφασίζω beschließen αποφασίσω αποφάσισα αποφασίστηκα αποφασίσμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 3
αργώ aufhalten, sich verspäten αργήσω άργησα 2. Konj. ε Vokalstamm έ 3
αρέσω gefallen --- --- --- 1. Konj. ohne gebräuchl. Aoristst. 1
αρνούμαι verneinen, ablehnen, leugnen αρνηθώ αρνήθηκα 2. Konj. ε Vokalstamm έ 6
αρπάζω fangen αρπάξω άρπαξα αρπάχτηκα αρπαγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 8
αρχίζω beginnen αρχίσω άρχισα --- 1. Konj. Dentalstamm ζ 3
ασχολούμαι sich beschäftigen ασχοληθώ ασχολήθηκα ασχολημένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 6
αφήνω (ver)lassen αφήσω άφησα αφέθηκα αφημένος 1. Konj. Nasalstamm 3
αφοράω betreffen, angehen; sich beziehen auf --- --- --- 2. Konj. α ohne gebräuchl. Aoristst. 3
βάζω stellen, legen, stecken βάλω έβαλα βάλθηκα βαλμένος 1. Konj. (βαλ) 1
βαίνω gehen (neugr. nur in Komposita) βώ --- έβηκα 1. Konj. (βαίνω) 9
βάλλω werfen, bewerfen βάλω έβαλα βλήθηκα (βε)βλημένος 1. Konj. (βαλ) 7
βαριέμαι genug haben, Langeweile empfinden βαρεθώ βαρέθηκα 2. Konj. α Vokalstamm ά 6
βγάζω herausnehmen, herausholen βγάλω έβγαλα βγάλθηκα βγαλμένος 1. Konj. (βαλ) 3
βγαίνω hinausgehen (altgr.: ἐκβαίνω) βγω --- βγήκα βγαλμένος 1. Konj. (βαίνω) 3
βλέπω sehen δω είδα ειδώθηκα ιδωμένος 1. Konj. Wurzelwechsel 1
βρίσκομαι sich befinden βρεθώ βρέθηκα 1. Konj. Ablaut 1
βρίσκω finden, antreffen βρω βρήκα βρέθηκα 1. Konj. Ablaut 1
γδύνομαι sich ausziehen γδυθώ γδύθηκα γδυμένος 1. Konj. Nasalstamm 3
γεννάω gebären γεννήσω γέννησα γεννήθηκα γεννημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 5
γεννιέμαι geboren werden γεννηθώ γεννήθηκα γεννημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 3
γίνομαι werden, geschehen γίνω έγινα --- γινωμένος 1. Konj. Rest 5
γκρεμίζω stürzen, niederreißen γκρεμίσω γκρέμισα γκρεμίστηκα γκρεμισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 9
γνωρίζω kennenlernen, kennen γνωρίσω γνώρισα γνωρίστηκα γνωρισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 3
γυρίζω drehen, zurückkehren γυρίσω γύρισα γυρίστηκα γυρίσμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 1
δείχνω zeigen δείξω έδειξα δείχτηκα δειγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 3
δένω binden δέσω έδεσα δέθηκα δεμένος 1. Konj. Nasalstamm 4
δημιουργώ schöpfen, erschaffen δημιουργήσω δημιούργησα δημιουργήθηκα δημιουργημένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 7
διαβάζω lesen διαβάσω διάβασα διαβάστηκα διαβασμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 1
διαβαίνω vorbeigehen, durchgehen διαβώ --- διάβηκα 1. Konj. (βαίνω) 4
διαρκώ dauern, andauern διαρκέσω διάρκεσα 2. Konj. ε Vokalstamm έ 4
διασχίζω durchqueren διασχίσω διέσχισα διασχίστηκα διασχισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 4
διδάσκω unterrichten, lehren διδάξω δίδαξα διδάχτηκα διδαγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 4
διηγούμαι erzählen διηγηθώ διηγήθηκα 2. Konj. ε Vokalstamm έ 4
δίνω geben δώσω έδωσα δόθηκα δοσμένος 1. Konj. Ablaut 1
δοκιμάζω (an)probieren, kosten δοκιμάσω δοκίμασα δοκιμάστηκα δοκιμασμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 3
δουλεύω arbeiten, funktionieren δουλέψω δούλεψα δουλεύτηκα δουλεμένος 1. Konj. Labialstamm 1
δρω handeln, sich betätigen, aktiv sein δράσω έδρασα 2. Konj. α Vokalstamm ά 7
εγκρίνω zustimmen, genehmigen εγκρίνω ενέκρινα εγκρίθηκα εγκεκριμένος 1. Konj. Nasalstamm 7
είμαι sein --- --- --- eigen ohne gebräuchl. Aoristst. 1
ελπίζω hoffen ελπίσω έλπισα 1. Konj. Dentalstamm ζ 3
εμφανίζομαι auftauchen εμφανιστώ εμφανίστηκα εμφανισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 4
ενδιαφέρομαι sich interessieren ενδιαφερθώ ενδιαφέρθηκα 1. Konj. (φερ) 3
ενδιαφέρω interessieren ενδιαφέρω ενδιέφερα ενδιαφέρθηκα 1. Konj. (φερ) 3
ενημερώνομαι sich informieren ενημερωθώ ενημερώθηκα ενημερωμένος 1. Konj. Nasalstamm 7
ενημερώνω aktualisieren ενημερώσω ενημέρωσα ενημερώθηκα ενημερωμένος 1. Konj. Nasalstamm 7
εννοώ meinen εννοήσω εννόησα εννοήθηκα εννοημένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 7
εξαντλώ aufbrauchen, erschöpfen εξαντλήσω εξάντλησα εξαντλήθηκα εξαντλημένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 7
εξαπλώνω ausbreiten, verbreiten εξαπλώσω εξάπλωσα εξαπλώθηκα εξαπλωμένος 1. Konj. Nasalstamm 7
εξαφανίζομαι verschwinden εξαφανιστώ εξαφανίστηκα εξαφανισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 8
εξαφανίζω verstecken εξαφανίσω εξαφάνισα εξαφανίστηκα εξαφανισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 8
εξηγώ erklären εξηγήσω εξήγησα εξηγήθηκα εξηγημένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 5
επισκέπτομαι besuchen επισκεφτώ επισκέφτηκα 1. Konj. Labialstamm 3
επιστρέφω zurückgeben επιστρέψω επέστρεψα, επίστρεψα επιστράφηκα 1. Konj. Labialstamm 4
επιτυγχάνω erreichen, Erfolg haben επιτύχω επέτυχα --- 1. Konj. (-αίν-) 7
εργάζομαι (στ) arbeiten εργαστώ εργάστηκα 1. Konj. Dentalstamm ζ 3
έρχομαι kommen έρθω, έλθω ήρθα, ήλθα --- 1. Konj. Wurzelwechsel 1
ερωτεύομαι sich verlieben ερωτευτώ ερωτεύτηκα ερωτευμένος 1. Konj. Labialstamm 3
ευχαριστώ danken ευχαριστήσω ευχαρίστησα ευχαριστήθηκα ευχαριστημένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 3
εύχομαι wünschen, beten ευχηθώ ευχήθηκα 1. Konj. Vokalstamm, scheinbar 3
έχω haben --- --- --- 1. Konj. ohne gebräuchl. Aoristst. 1
ζεσταίνω erwärmen ζεστάνω ζέστανα ζεστάθηκα ζεσταμένος 1. Konj. (-αίν-) 5
ζω leben ζήσω έζησα 2. Konj. ε Vokalstamm έ 1
θέλω wollen θελήσω θέλησα, ήθελα θελήθηκα (η)θελημένος 1. Konj. Vokalstamm, scheinbar 1
θέτω setzen, stellen, legen θέσω έθεσα τέθηκα 1. Konj. Dentalstamm sonst. 3
θυμάμαι, θυμούμαι merken, sich erinnern θυμηθώ θυμήθηκα 2. Konj. α Vokalstamm ά 3
καθαρίζω reinigen, klären καθαρίσω καθάρισα καθαρίστηκα καθαρισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 3
κάθομαι sitzen, sich setzen καθίσω κάθισα, έκατσα --- καθισμένος 1. Konj. Dentalstamm sonst. 3
καί(γ)ω brennen κάψω έκαψα κάηκα καμένος 1. Konj. Labialstamm 8
καλώ einladen, rufen καλέσω κάλεσα καλέστηκα, κλήθηκα καλεσμένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 1
κάνω machen, tun --- (κάμω) --- (έκαμα) καμώθηκα καμωμένος 1. Konj. ohne gebräuchl. Aoristst. 1
καπνίζω rauchen καπνίσω κάπνισα καπνίστηκα καπνισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 3
καταθέτω niederlegen, einzahlen, einreichen καταθέσω κατέθεσα κατατέθηκα κατατεθειμένος 1. Konj. Dentalstamm sonst. 9
καταλαβαίνω verstehen, bemerken καταλάβω κατάλαβα --- 1. Konj. (-αίν-) 3
κατασκηνώνω zelten κατασκηνώσω κατασκήνωσα κατασκηνωμένος 1. Konj. Nasalstamm 5
καταφέρνω erreichen, schaffen καταφέρω κατάφερα 1. Konj. (φερ) 5
κατεβαίνω aussteigen, hinuntergehen κατεβώ --- κατέβηκα 1. Konj. (βαίνω) 3
κλαίω weinen κλάψω έκλαψα κλάφτηκα κλαμένος 1. Konj. Labialstamm 5
κλέβω stehlen κλέψω έκλεψα κλέφτηκα κλεμμένος 1. Konj. Labialstamm 5
κλείνω schließen κλείσω έκλεισα κλείστηκα κλεισμένος 1. Konj. Nasalstamm 3
κόβω schneiden, (Tickets) ausstellen κόψω έκοψα κόπηκα κομμένος 1. Konj. Labialstamm 3
κοιμάμαι, κοιμούμαι schlafen κοιμηθώ κοιμήθηκα κοιμισμένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 1
κοιτάζω nachsehen, betrachten κοιτάξω κοίταξα κοιτάχτηκα κοιταγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 1
κολλάω kleben κολλήσω κόλλησα κολλήθηκα κολλημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 8
κουβαλάω transportieren, tragen κουβαλήσω κουβάλησα κουβαλήθηκα κουβαλημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 5
κρεμάω hängen κρεμάσω κρέμασα κρεμάστηκα κρεμασμένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 4
κρέμομαι, κρεμιέμαι hängen κρεμαστώ κρεμάστηκα κρεμασμένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 4
κρύβω verbergen, verstecken κρύψω έκρυψα κρύφτηκα κρθμμένος 1. Konj. Labialstamm 4
κρυώνω kühlen, frieren, sich erkälten κρυώσω κρύωσα κρυωμένος 1. Konj. Nasalstamm 7
κτίζω bauen κτίσω έκτισα κτίστηκα κτισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 4
λαβαίνω erhalten, bekommen, nehmen λάβω έλαβα λήφθηκα ειλημμένος 1. Konj. (-αίν-) 3
λέ(γ)ω sagen, nennen πω είπα ειπώθηκα ειπωμένος 1. Konj. Wurzelwechsel 1
λείπω fehlen, abwesend sein λείψω έλειψα 1. Konj. Labialstamm 4
λειτουργώ funktionieren λειτουργήσω λειτούργησα λειτουργήθηκα λειτουργημένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 3
λυπάμαι λυπούμαι bedauern, leid tun λυπηθώ λυπήθηκα λυπημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 6
μαγειρεύω kochen μαγειρέψω μαγείρεψα μαγειρεύτηκα μαγειρεμένος 1. Konj. Labialstamm 1
μαζεύω packen, sammeln μαζέψω μάζεψα μαζεύτηκα μαζεμένος 1. Konj. Labialstamm 7
μαθαίνω lernen, erfahren, lehren μάθω έμαθα μαθεύτηκα μαθημένος 1. Konj. (-αίν-) 3
μαντεύω prophezeien, erraten μαντέψω μάντεψα 1. Konj. Labialstamm 5
μένω wohnen, leben, bleiben μείνω έμεινα 1. Konj. Ablaut 1
μεταφέρω befördern, verlagern, übertragen μεταφέρω μετάφερα, μετέφερα μεταφέρθηκα μεταφερμένος 1. Konj. (φερ) 7
μιλάω reden μιλήσω μίλησα μιλήθηκα μιλημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 1
μπαίνω hineingehen (altgr.: ἐμβαίνω) μπω --- μπήκα μπασμένος 1. Konj. (βαίνω) 3
μπορώ können μπορέσω μπόρεσα 2. Konj. ε Vokalstamm έ 1
νοιάζομαι sich kümmern, sich Sorgen machen νοιαστώ νοιάστηκα 1. Konj. Dentalstamm ζ 5
νομίζω glauben, denken, meinen νομίσω νόμισα νομίστηκα νομισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 3
ντρέπομαι sich schämen ντραπώ ντράπηκα 1. Konj. Ablaut 7
ντύνομαι sich anziehen ντυθώ ντύθηκα ντυμένος 1. Konj. Nasalstamm 3
ντύνω (jmd.) anziehen; Pass. sich anziehen ντύσω έντυσα ντύθηκα ντυμένος 1. Konj. Nasalstamm 3
ξαπλώνω (sich) hinlegen απλώσω άπλωσα απλώθηκα απλωμένος 1. Konj. Nasalstamm 4
ξεκινάω aufbrechen, anfangen ξεκινήσω ξεκίνησα 2. Konj. α Vokalstamm ά 3
ξέρω wissen --- --- --- 1. Konj. ohne gebräuchl. Aoristst. 1
ξεχνάω vergessen ξεχάσω ξέχασα ξεχάστηκα ξεχασμένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 1
ξεχνιέμαι sich gehen lassen ξεχαστώ ξεχάστηκα ξεχασμένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 7
ξυπνάω aufwachen ξυπνήσω ξύπνησα ξυπνημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 4
οδηγώ fahren οδηγήσω οδήγησα οδηγήθηκα οδηγημένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 5
ονειρεύομαι träumen ονειρευτώ ονειρεύτηκα ονειρεμένος 1. Konj. Labialstamm 5
παθαίνω erleiden πάθω έπαθα --- 1. Konj. (-αίν-) 3
παίζω spielen παίξω έπαιξα παίχτηκα παιγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 1
παίρνω nehmen, erhalten, holen πάρω πήρα πάρθηκα παρμένος 1. Konj. Ablaut 1
παλεύω kämpfen παλέψω πάλεψα 1. Konj. Labialstamm 8
πανικοβάλλομαι in Panik geraten πανικοβληθώ πανικοβλήθηκα πανικοβλημένος 1. Konj. (βαλ) 7
πανικοβάλλω in Panik versetzen πανικοβάλω πανικόβαλα πανικοβλήθηκα πανικοβλημένος 1. Konj. (βαλ) 7
παντρεύομαι heiraten παντρευτώ παντρεύτηκα παντρεμένος 1. Konj. Labialstamm 4
παραγγέλνω bestellen παραγγείλω παράγγειλα παραγγέλθηκα παραγγελμένος 1. Konj. Ablaut 3
παραιτούμαι kündigen, aufgeben, verzichten παραιτηθώ παραιτήθηκα παραιτημένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 9
παρακαλώ bitten παρακαλέσω παρακάλεσα παρακαλέστηκα, παρακλήθηκα παρακαλεσμένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 3
παραμένω bleiben παραμείνω παράμεινα, παρέμεινα 1. Konj. Ablaut 5
παχαίνω mästen, zunehmen παχύνω πάχυνα --- 1. Konj. (-αίν-) 5
πεθαίνω sterben πεθάνω πέθανα --- πεθαμένος 1. Konj. (-αίν-) 3
πείθω überzeugen, überreden πείσω έπεισα πείστηκα (πε)πεισμένος 1. Konj. Dentalstamm sonst. 3
περιμένω (er)warten --- --- --- 1. Konj. ohne gebräuchl. Aoristst. 1
περνάω vorbeikommen, verbringen περάσω πέρασα περάστηκα περασμένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 1
περπατάω gehen, spazieren περπατήσω περπάτησα περπατήθηκα περπατημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 3
πετάω fliegen, werfen πετάξω πέταξα πετάχτηκα πεταγμένος 2. Konj. α Gutturalstamm 3
πετυχαίνω erreichen, Erfolg haben πετύχω πέτυχα --- 1. Konj. (-αίν-) 7
πέφτω fallen, stürzen πέσω έπεσα πεσμένο 1. Konj. Dentalstamm sonst. 5
πηγαίνω gehen πάω πήγα --- πηγεμένος 1. Konj. (-αίν-) 1
πιάνω nehmen, fassen, fangen πιάσω έπιασα πιάστηκα πιασμένος 1. Konj. Nasalstamm 3
πίνω trinken πιω ήπια πιώθηκα πιωμένος 1. Konj. Rest 1
πιστεύω glauben πιστέψω πίστεψα 1. Konj. Labialstamm 3
πλένω waschen πλύνω έπλυνα πλύθηκα πλυμένος 1. Konj. Ablaut 4
πληρώνω zahlen πληρώσω πλήρωσα πληρώθηκα πληρωμένος 1. Konj. Nasalstamm 1
πλησιάζω sich nähern πλησιάσω πλησίασα 1. Konj. Dentalstamm ζ 5
πονάω weh tun πονέσω πόνεσα πονεμένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 3
πουλάω verkaufen πουλήσω πούλησα πουλήθηκα πουλημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 3
προκαλώ provozieren, verursachen προκαλέσω προκάλεσα προκλήθηκα 2. Konj. ε Vokalstamm έ 5
προκύπτω hervorgehen προκύψω προέκυψα 1. Konj. Labialstamm 5
προλαβαίνω rechtzeitig erreichen, es schaffen προλάβω πρόλαβα 1. Konj. (-αίν-) 3
προμηθεύω liefern, besorgen, verschaffen προμηθέψω προμηθεψα προμηθεύτηκα 1. Konj. Labialstamm 5
προσγειώνομαι landen προσγειωθώ προσγειώθηκα προσγειωμένος 1. Konj. Nasalstamm 5
προσέχω aufpassen, beaufsichtigen προσέξω πρόσεξα προσέχτηκα προσεγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 5
προσθέτω hinzufügen προσθέσω πρόσθεσα, προσέθεσα προστέθηκα προσθεμένος 1. Konj. Dentalstamm sonst. 5
προσπαθώ versuchen, sich bemühen προσπαθήσω προσπάθησα 2. Konj. ε Vokalstamm έ 3
προσφέρω anbieten προσφέρω πρόσφερα, προσέφερα προσφέρθηκα προσφερμένος 1. Konj. (φερ) 5
προτείνω vorschlagen προτείνω πρότεινα προτάθηκα 1. Konj. Ablaut 4
προτιμάω bevorzugen προτιμήσω προτίμησα προτιμήθηκα προτιμημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 5
ρίχνω einwerfen ρίξω έριξα ρίχτηκα ριγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 5
ρωτάω fragen ρωτήσω ρώτησα ρωτήθηκα 2. Konj. α Vokalstamm ά 1
σηκώνομαι aufstehen, sich erheben σηκωθώ σηκώθηκα σηκωμένος 1. Konj. Nasalstamm 1
σηκώνω heben, jmdn. wecken σηκώσω σήκωσα σηκώθηκα σηκωμένος 1. Konj. Nasalstamm 3
σημαίνω bedeuten σημάνω σήμανα σημάνθηκα (σε)σημασμένος 1. Konj. (-αίν-) 3
σημειώνω kennzeichnen, merken σημειώσω σημείωσα σημειώθηκα σημειωμένος 1. Konj. Nasalstamm 4
σκέφτομαι, σκέπτομαι denken, überlegen σκεφτώ σκέφτηκα 1. Konj. Dentalstamm sonst. 3
σκουπίζω fegen, wischen, abtrocknen σκουπίσω σκούπισα σκουπίστηκα σκουπισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 6
σπά(ζ)ω brechen, kaputtmachen σπάσω έσπασα σπασμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 3
στάζω tropfen στάξω έσταξα 1. Konj. Gutturalstamm 9
σταματάω anhalten, aufhören σταματήσω σταμάτησα σταματημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 3
στέκομαι stehen bleiben σταθώ στάθηκα 1. Konj. Ablaut 7
στέλνω verschicken, abschicken στειλω έστειλα στάλθηκα σταλμένος 1. Konj. Ablaut 1
στρέφω (um)drehen, wenden στρέψω έστρεψα στράφηκα στραμμένος 1. Konj. Labialstamm 3
στρίβω drehen, abbiegen στρίψω έστριψα στρίφτηκα στριμμένος 1. Konj. Labialstamm 3
στρώνω ausbreiten, (den Tisch) decken, (das Bett) machen στρώσω έστρωσα στρώθηκα στρωμένος 1. Konj. Nasalstamm 9
συγκρίνω vergleichen συγκρίνω συνέκρινα συγκρίθηκα 1. Konj. Nasalstamm 7
συλλογίζομαι nachdenken συλλογιστώ συλλογίστηκα συλλογισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 4
συμβαίνω geschehen συμβώ --- συνέβηκα, συνέβην 1. Konj. (βαίνω) 4
συμπληρώνω ausfüllen συμπληρώσω συμπλήρωσα συμπληρώθηκα συμπληρωμένος 1. Konj. Nasalstamm 3
συναντάω treffen, begegnen συναντήσω συνάντησα συναντήθηκα 2. Konj. α Vokalstamm ά 3
συνδέω verbinden συνδέσω σύνδεσα, συνέδεσα συνδέθηκα συνδεμένος 1. Konj. Nasalstamm 4
συνεχίζω fortsetzen, weitermachen, -gehen συνεχίσω συνέχισα συνεχίστηκα 1. Konj. Dentalstamm ζ 4
συντηρώ erhalten, unterhalten, instandhalten συντηρήσω συντήρησα συντηρήθηκα συντηρημένος 2. Konj. ε Vokalstamm ε 9
σχεδιάζω gestalten, planen σχεδιάσω σχεδίασα σχεδιάστηκα σχεδιασμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 7
σχηματίζω bilden, zeichnen σχηματίσω σχημάτισα σχηματίστηκα σχηματισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 7
σχίζω zerreißen σχίσω έσχισα σκίστηκα σκισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 7
σώζω retten σώσω έσωσα σώθηκα σωσμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 7
ταιριάζω zusammenpassen ταιριάξω ταίριαξα ταιριάχτηκα ταιριαγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 7
ταξιδεύω fahren, reisen ταξιδέψω ταξίδεψα ταξιδεμένος 1. Konj. Labialstamm 3
ταξινομώ ordnen ταξινομήσα ταξινόμησα ταξινομήθηκα ταξινομημένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 7
τελειώνω beenden, fertig stellen, enden τελειώσω τελείωσα τελειώθηκα τελειωμένος 1. Konj. Nasalstamm 3
τονίζω betonen τονίσω τόνισα τονίστηκα τονισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 8
τραυματίζομαι verletzt werden, sich verletzen τραυματιστώ τραυματίστηκα τραυματίσμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 8
τραυματίζω verletzen τραυματίσω τραυμάτισα τραυματίστηκα τραυματίσμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 8
τρελαίνομαι verrückt werden τρελαθώ τρελάθηκα τρελαμένος 1. Konj. (-αίν-) 8
τρελαίνω verrückt machen τρελάνω τρέλανα τρελάθηκα τρελαμένος 1. Konj. (-αίν-) 8
τρέχω rennen τρέξω έτρεξα 1. Konj. Gutturalstamm 1
τρώ(γ)ω essen φάω έφαγα φαγώθηκα φαγωμένος 1. Konj. Wurzelwechsel 1
τυχαίνω zufällig geschehen, betroffen werden τύχω έτυχα --- 1. Konj. (-αίν-) 7
υποβάλλω einreichen, suggerieren υποβάλω υπέβαλα, υπόβαλα υποβλήθηκα υποβλημένος 1. Konj. (βαλ) 8
φαίνομαι scheinen, erscheinen φανώ --- φάνηκα 1. Konj. (-αίν-) 3
φέρνω bringen, tragen φέρω έφερα φέρθηκα φερμένος 1. Konj. (φερ) 1
φέρομαι sich benehmen φερθώ φέρθηκα φερμένος 1. Konj. (φερ) 7
φεύγω weggehen, gehen φύγω έφυγα 1. Konj. Ablaut 1
φιλάω küssen φιλήσω φίλησα φιλήθηκα φιλημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 5
φοβάμαι, φοβούμαι Angst haben, sich fürchten φοβηθώ φοβήθηκα φοβισμένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 5
φοράω tragen, anziehen φορέσω φόρεσα φορέθηκα φορεμένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 3
φρενάρω bremsen (φρεναρίσω) φρενάρισα 1. Konj. Dentalstamm ζ 8
φταίω schuld sein φταίξω έφταιξα 1. Konj. Gutturalstamm 3
φτάνω ankommen, (er)reichen φτάσω έφτασα φτασμένος 1. Konj. Nasalstamm 3
φτιάχνω schaffen, herstellen, machen, bauen φτιάξω έφτιαξα φτιάχτηκα φτιαγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 3
φυλά(γ)ω bewahren, schützen φυλάξω φύλαξα φυλάχτηκα φυλαγμένος 2. Konj. α Gutturalstamm 9
φωνάζω rufen, schreien φωνάξω φώναξα 1. Konj. Gutturalstamm 3
χαίρομαι sich freuen, genießen χαρώ χάρηκα 1. Konj. Ablaut 6
χάνομαι sich verirren, verschwinden χαθώ χάθηκα χαμένος 1. Konj. Nasalstamm 3
χάνω verlieren, verpassen χάσω έχασα χάθηκα χαμένος 1. Konj. Nasalstamm 3
χορεύω tanzen χορέψω χόρεψα 1. Konj. Labialstamm 3
χρειάζομαι brauchen, nötig haben χρειαστώ χρειάστηκα 1. Konj. Dentalstamm ζ 3
χρησιμοποιώ gebrauchen, verwenden χρησιμοποιήσω χρησιμοποίησα χρησιμοποιήθηκα χρησιμοποιημένος 2. Konj. ε Vokalstamm έ 4
χτίζω bauen χτίσω έχτισα χτίστηκα χτισμένος 1. Konj. Dentalstamm ζ 4
χτυπάω klopfen, schlagen, klingeln χτυπήσω χτύπησα χτυπήθηκα χτυπημένος 2. Konj. α Vokalstamm ά 3
ψάχνω suchen ψάξω έψαξα ψάχτηκα ψαγμένος 1. Konj. Gutturalstamm 1


Aspekt und TempusAspekt und StammAugmentHilfsverbenAparemfatoPersonalendungenKonjugationsparadigmaPräsensstammAoriststammStammformen

Inhaltsverzeichnis Grammatik ••• ArtikelSubstantivAdjektivPronomenVerbPartizipAdverbPräpositionKonjunktionPartikel ••• Inhaltsverzeichnis Kapitel


Oben stehende Liste habe ich in mühevoller Handarbeit Wort für Wort in ein Tabellendokument erfasst. Dies tat ich in dem Glauben, dass es eine solche Liste im Netz – zumindest in kopierbarer und damit für den Lernprozess bearbeitbarer Form – nicht gibt. (Wenn mir unten stehende Links damals schon bekannt gewesen wären, hätte ich mich dieser Mühe wahrscheinlich nicht unterzogen und damit hier keine Liste einstellen können.) Meine Originalliste enthält noch ca. 120 Verben mehr als die oben aufgeführten. Wenn ich diese einer Endkontrolle unterzogen habe, werde ich sie hier auch noch einstellen. Von einer Erweiterung darüber hinaus werde ich angesichts der inzwischen bekannten Listen aber absehen.

--PaulaMeh 21:47, 14. Nov. 2013 (CET)

siehe auch